- ἀντιβαίνουσα
- ἀντιβαίνωgo againstpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιβαινούσας — ἀντιβαινούσᾱς , ἀντιβαίνω go against pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀντιβαινούσᾱς , ἀντιβαίνω go against pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
δέσμευση — (Νομ.).Όρος που αναφέρεται στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε δικαιοπραξία για τα συμβαλλόμενα πρόσωπα. Ο χρόνος έναρξης και τερματισμού κάθε δ. έχει πολύ μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και καθορίζεται με ακρίβεια στις σχετικές διατάξεις ή… … Dictionary of Greek